ποδοπάτημα

ποδοπάτημα
το, -ατος
η πράξη και το αποτέλεσμα του ποδοπατώ: Τραυματίστηκε από το ποδοπάτημα του πλήθους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποδοπάτημα — το, Ν [ποδοπατώ] η ποδοπάτηση …   Dictionary of Greek

  • καταπάτηση — η (Α καταπάτησις) [καταπατώ] το πάτημα με τα πόδια, ποδοπάτημα νεοελλ. 1. αυθαίρετη κατάληψη ξένου εδάφους («καταπάτηση οικοπέδου») 2. σφετερισμός («καταπάτηση ξένης περιουσίας») 3. παραβίαση («η καταπάτηση τών δικαιωμάτων τού ανθρώπου») 4.… …   Dictionary of Greek

  • κλοτσοπάτημα — το [κλοτσοπατώ] 1. ποδοπάτημα, τσαλαπάτημα 2. μτφ. περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • τσαλαπάτημα — το, Ν [τσαλαπατώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσαλαπατώ, ποδοπάτημα 2. μτφ. πολύ μεγάλος εξευτελισμός, στραπάτσο …   Dictionary of Greek

  • καταπάτηση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταπατώ, τσαλαπάτηση, ποδοπάτημα: Από την καταπάτηση που του γινε έχασε το ένα του παπούτσι. 2. οικειοποίηση ξένου εδάφους: Έκαμε καταπάτηση του οικοπέδου. 3. παράβαση, αθέτηση: Έκαμε καταπάτηση της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλοτσοπάτημα — το, ατος ποδοπάτημα, τσαλαπάτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαλαπάτημα — το, ατος 1. καταπάτημα, ποδοπάτημα, κλοτσοπάτημα. 2. μτφ., μεγάλη προσβολή, εξευτελισμός: Τσαλαπάτημα της προσωπικότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτερνοκόπημα — το, ατος και φτερνοκόπι, το 1. το να χτυπάει κανείς κάτι με τις φτέρνες, η φτερνιά (βλ. λ.), το ποδοπάτημα, ιδίως το να χτυπάει κανείς με τις φτέρνες το έδαφος, το ποδοκρότημα. 2. η φτερνιά (βλ. λ.). 3. (ναυτ.), το να χτυπάει στο βυθό το πηδάλιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”